- κορδυλος
- κορδύλοςκορδύλος, σκορδύλοςὅ зоол. тритон Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορδύλος — water newt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρδυλος — ο (Α κορδύλος) νεοελλ. γένος σαυρών τής οικογένειας cordylidae αρχ. πιθ. είδος μικρής αμφίβιας σαύρας, ο σκορδύλος («οἱ δὲ κορδύλοι βράγχια ἔχοντες πόδας ἔχουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορδύλη, από το λοφίο που το αρσ. έχει στο κεφάλι του. Ως … Dictionary of Greek
κορδύλοι — κορδύλος water newt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδύλου — κορδύλος water newt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδύλων — κορδύλος water newt masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρύλος — κουρύλος, ὁ (α) ο κορδύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ουσ. κορδύλος «μικρή αμφίβια σαύρα»] … Dictionary of Greek
cordilo — (Del gr. kordylos.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Reptil saurio africano, de color negro, cola corta y escamas carenadas que en la cabeza son dentadas. (Cordylus giganteus.) TAMBIÉN cordula * * * cordilo (del gr. «kordýlos») 1 (probablemente,… … Enciclopedia Universal
κορδυλόβια — η ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων τής οικογένειας calliphoridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cordylobia < cordylo (πρβλ. κορδύλος [είδος σαύρας]) + bia (πρβλ. βια, πληθ. ουδ. τού βιος < βίος)] … Dictionary of Greek
κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… … Dictionary of Greek
cordilo — (Del gr. κορδύλος). 1. m. Reptil africano del orden de los Saurios, de unos dos decímetros de largo, de color lívido negruzco, con la cola corta y el cuerpo cubierto de escamas aquilladas, excepto en la cabeza, que son dentadas. 2. Animal… … Diccionario de la lengua española